Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Επειδή.....


Γι' αυτόν τον άνεμο που φυσά και ξεσηκώνει
δεν θα μιλήσω
(αχνός τα λόγια και πεθαίνουν)

Λέω καλύτερα
μια σπίθα πίστης
να φυλάξω
κι αντοχής
κρυμμένη σε σιωπής συρτάρι

και μένω εδώ

με την ευθύνη μου παρέα

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Παραμύθι(;)


Ο άντρας και η γυναίκα συναντήθηκαν μάλλον αργά. Κι αυτό συμπερασματικά το λέω καθώς ήτανε κι οι δυο πολύφερνοι και κινητικοί άνθρωποι, καθώς μου μαρτυρήθηκε,
με πολλές δουλειές και σπουδαία πράγματα μπροστά τους κι ίσως γι’ αυτό και δεν είχαν βρει ο ένας τον άλλο. Άλλωστε δεν αναζητούσε κανείς κανένα και όταν συνέβη αυτό απόρησαν. Kαι περισσότερο, το πόσο έκπληκτους τους άφησε η γνωριμία τους.
Μα ήσαν τόσο αλλιώτικοι…..
Μόλο που αγαπούσαν τα ίδια πράγματα, τα αγαπούσαν εντελώς διαφορετικά και σε άλλη χρονική στιγμή καθένας. Αλλά φαίνεται ο χρόνος που πάντα παίζει θα πάγωσε στιγμές, θα επιβράδυνε ή θα επιτάχυνε πράγματα και θα τυχε να συμπέσουν οι επιθυμίες των αταίριαστων. Ή αλλιώς η επιθυμία του άντρα και της γυναίκας

Η πρώτη εντύπωση ήταν θαυμασμός κι ο καθένας τους έσπευσε να στήσει θρόνο για τον άλλο, να του φορέσει μανδύα βασιλικό και να του δώσει σκήπτρο εξουσίας….. Και τόσο τους άρεσε που νομίζοντας πως η στιγμή διαρκούσε ακόμα είπαν να παίξουν. Κι ονόμασαν το παιχνίδι «έρωτα».

Κι εδώ κι αν θέλω να μαι αντικειμενικός παρατηρητής να πω πως δεν είμαι σίγουρος ποιος πρώτος έκανε την αρχή. Κι αν ο άντρας σαν κυνηγός έστησε δίχτυα ή αν η γυναίκα έβαλε τον εαυτό της σ’ αυτά.
Κι ακόμα μπορεί το αντίθετο να γινε. Η γυναίκα να επιθύμησε το παιχνίδι καθώς αυτή ναι λένε η φύση της και ο άντρας κολακευμένος να συγκατάνευσε
………………………………………………………………………………………….
Το παιχνίδι «έρωτας», είναι αδηφάγο.
Αυτό κανείς το ξέρει όπως τόσα και τόσα μα σαν έρθει η ώρα που το κάθε τι σου σημαίνει και σου γίνεται αγκάθι στη σάρκα, τρομάζεις.
Και η γυναίκα φοβήθηκε καθώς και ο άντρας. Κι εσκέφτηκαν πως θα φαγωθούν κι ήταν τόσες οι δουλειές και τα σχέδια τα προσωρινά αφημένα ….
Πολλές οι απώλειες σκέφτηκαν κι οι δυο, μεγάλα τα ρίσκα για ένα παιχνίδι που δεν ανέβαζε καν την αδρεναλίνη, έντυνε μόνο γυμνές όψεις με ένα τρυφερό τρόπο που άρεσε τόσο και στους δυο

Και τότε ο άντρας που από πάντα λένε πως είναι πιο αποφασιστικός, καίριος , τολμηρός και γενναίος, έτοιμος να βαστήξει τα φορτία των πόνων -των διαχειρίσιμων οπωσδήποτε- (αν και μπορεί να γινε επειδή απηύδησε από το ανόητο χάσιμο χρόνου), είπε
«Το παιχνίδι λαμβάνει τέλος».
Και η γυναίκα είπεν «εντάξει» γιατί αυτό είναι το φυσικό της να λέει ναι μα επειδή συνάμα εννοεί όχι
πίσω από τη γλώσσα έκρυψε επιθυμίες και βάλθηκε να μην περάσει του άντρα η εκφρασμένη θέληση.
.

Τότε ο άντρας εθύμωσε. Και ύστερα θύμωσε και η γυναίκα. Κι άρχισε ο ένας να κατηγορεί τον άλλο για διγλωσσία ή ακόμα χειρότερο για άλλον τρόπο έκφρασης. Ξένον.
Κι εγίνανε φιδίσιες οι γλώσσες τους κι άρχισαν να δαγκάνονται. Και να χύνουν δηλητήριο άκριτα.
Κι αφού τίποτα δεν εκατάφερναν και δεν μπορούσε ο ένας να εξαλείψει τον άλλο, πήραν κοπίδι κοφτερό κι άρχισαν χρατς ο ένας…. χρουτς ο άλλος….. με βια να κόβονται. Όσο που δεν κράτησαν μέσα τους απολύτως τίποτα. Μόνο τον άδειο θρόνο που μ’ ένα τίναγμα τον ξεπάστρεψαν κι αυτόν.

Και είπανε κι οι δυο, καθένας χώρια
«Τώρα είμαι ευτυχής»

Κι άναψαν φωτιά να κάψουν τα κομμάτια και να εξαγνιστούν.

Όμως το Βράδυ είχε φτάσει και κρύο διαπέρασε τη γύμνια τους. Κι επλησίασαν τη φωτιά. Η φλόγα τους άρπαξε και τα σώματα λαμπάδιασαν μιαν ύστερη στιγμή.
Κι ύστερα τίποτα πια

Κι ο μύθος λέει πως πρώτα η φλόγα της γυναίκας πετάχτηκε κι η φλόγα του άντρα την αγκάλιασε κι ήτανε πάλι μια στιγμή όσο που σβήστηκε κι έμεινε η στάχτη

Κι αν αυτή τη διήγηση την έγραψε η ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν πως κυκλώνουνε οι καιροί κι όσα χάνονται βρίσκονται και τα μονοπάτια της αγάπης απαντιούνται ξανά, δεν το ξέρω

Αλλά αν ρωτάτε τη γνώμη μου θα σας έλεγα πως την έγραψε πιο πολύ ο θυμός και η απελπισία όλων εκείνων που δεν κατάφεραν ποτέ με σεβασμό, ν’ αγγίξουν τις στιγμές που τους δώρισε η ζωή, παρά ύστερα προτίμησαν στην ελπίδα ν’ αγκιστρωθούν.

Δεν ξέρουν τάχα πως η ελπίδα, λέξη στέρφα είναι τον περισσότερο καιρό;

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Έτσι ακριβώς έγινε!


Που λέτε….
Μέσα σε ιστορίες μεγάλωσα ….μέσα σε σπίτια και δρόμους, θάλασσες και βουνά όλα από λέξεις
Όπως τ’ ακούτε…

Απ’ όταν με θυμάμαι, έμπαινα κλεφτά μέσα σε αφηγήσεις και κρυφοκοίταζα…
Ηρωίδα; Μπα…δεν μ’ ένοιαζε…να δω ήθελα…να δω και να μυρίσω… να γευτώ ν’ αγγίξω τον κόσμο τον άλλο. Εκείνο που δε γνώριζα μα ερχότανε σε μένα λες και ήξερε πως μπορούσε να με πάρει.

Έτσι έμαθα τα πιο πολλά. Έμαθα το άλογο. Σχημάτισα τον ήχο και την εικόνα του γιατί ο Παυλής που ιστορούσε ο πατέρας το καβάλαγε κι άκουγα τα πέταλά του στο καλντερίμι του χωριού τη νύχτα κι ανατρίχιαζα -χωριού που δεν έζησα-μα το περπατούσα συχνά πυκνά, αναγυρίζοντας τα στενά του, μέσα από τους ανθρώπους μου…
Πώς μ’ έπαιρνε και με σεργιάναγε ο ταξιδιάρης λόγος!

Γι’ αυτό και λέω με βεβαιότητα πως έχω ζήσει πράματα πολλά και μέρες ξεχωριστές τέτοιες που αραιά και πού συναντάς

Σαν όπως εκείνη τη μέρα του Μαγιού μέσα στην πόλη μου που σκοτείνιασε στα ξαφνικά ο ουρανός και μαυροπούλια κατέβαιναν στη γη κουβαλώντας το θάνατο.
Κι ο κόσμος εφοβήθηκε, μπήκε στα σπίτια κι εσφάληξε πόρτες και παραθύρια
Κι ένας χασάπης πρόβαλε στην Πλαθιά Στράτα …εβάστανε μια μαχαίρα στη χέρα(ν) του
«οι Γερμανοί πατούνε τη Χώρα κι απού ναι άντρας να βγει!» εφώναξενε
Και πεταχτήκανε οι άντρες μ’ ό,τι είχενε καθαείς … εσπάσανε κι ένα οπλοπωλείο κι ύστερα σταθήκανε στο δρόμο να πολεμήσουνε

Κι ήμουν εκεί -70 χρόνια πίσω- κι εθώρουνε κι είδα και τον πατέρα μου….

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Μύθος;



«Tο ξέρω…..
Των ωραίων ονείρων
Ο χορός συντομεύει»
Αυτά είπε
(η Πηνελόπη)
και περίλυπος απεχώρησε
γνώστρια της είδησης ήδη.
Ο Οδυσσέας δεν ήτο
πλέον αγνοούμενος
.

Kαθώς δε η πιστοποίηση
της ταυτότητάς του
είχε γίνει
δεν της έμενε παρά
η παραδοχή της ήττας

Παρά ταύτα
δεν θα άφηνε, βεβαίως,

έναν πλάνητα
επί εικοσαετία (και βάλε)
να χει τον τελευταίο
λόγο

Ωστόσο
ουδόλως άσχημο θα ήτο
να θεωρεί (εκείνος)
ότι τον ανέμενε
απόλυτα πιστή και
αφόρητα θλιμμένη.
Οι ραψωδοί -των αοιδών
συνεπικουρούντων-
αυτό θα μαρτυρούσαν
-αν καταλλήλως
τους μιλούσε-

Και κείνος της υποψίας
τα όπλα θ’ άφηνε
Και ήρεμος σ’ εκείνη
θ’ ακουμπούσε

Και η ώρα της

Θριαμβευτικά θα ερχόταν.
Ξανά.
Ίσως…..

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

τυχαία ιστορία


Πέθανε μια μέρα εντελώς ξαφνικά κι απροειδοποίητα. Δεν είχε αρρωστήσει, δεν της συνέβη κάποιο ατύχημα, δεν ήταν καν γριά…..
Μια γυναίκα ήταν, με κοινή εμφάνιση που έκανε τα ίδια μετρημένα πράγματα στην καθημερινότητά της, αν και ίσως όχι τόσο συνήθη
Φρόντιζε ελάχιστα το σπίτι της, ετοίμαζε τα απαραίτητα ρούχα, φαγητό και ό,τι άλλο μάλλον γρήγορα κι ύστερα έπαιρνε την τράπουλα και ώρες ατέλειωτες έριχνε πασιέντζες. Mε πείσμα όταν δεν έβγαινε κι όταν πάλι έβγαινε, με απογοήτευση

Οι έξοδοί της σπάνιες. Όταν τη ρωτούσε κανείς, απαριθμούσε ένα σωρό χώρους που της άρεσε να επισκέπτεται, θέατρο, κινηματογράφο, συναυλίες, εκθέσεις, εκδρομές -προπάντων εκδρομές- αλλά η αλήθεια ήταν πως σπάνια να την έβλεπε κανείς σε τέτοιες συναθροίσεις κι όταν συνέβαινε φορούσε ένα χαμόγελο συγκατάβασης σαν να είχε υποχωρήσει χάριν άλλου. Και μάλλον αυτό έτσι ήταν γιατί τότε ο άντρας της φαινόταν περισσότερο απελπισμένος παρά χαρούμενος. Τον καιρό βέβαια που έμεινε παντρεμένη. Ένα μικρό χρονικό διάστημα που την έβγαλε έξω απ’ το σπίτι στηριγμένη σε μπράτσο, με το κεφάλι στητό, αμίλητη, με μια εμφανή προσπάθεια να κατανοήσει όσα έβλεπε. Ναι προσπαθούσε. Και στους χαιρετισμούς ανταπέδιδε με χαμόγελο ευγένειας και παλιομοδίτικο κούνημα του κεφαλιού
Έμενε αν και όχι έγκλειστη, όμως κλεισμένη. Ίσως να απέκλειε τον εαυτό της από έναν κόσμο που δεν κατανοούσε ο ένας τον άλλο. Εκείνη αυτούς, αυτοί εκείνη.
Για κάποιο λόγο όμως που δεν ήταν απόλυτα εμφανής οι άλλοι, οι απέξω, την αποζητούσαν και την έβρισκαν. Ποιος ξέρει γιατί, την είχαν εντάξει στην καθημερινότητά τους με μικρά μηνύματα όλο τρυφερότητα, μακριά τηλέφωνα και κάποτε επισκέψεις αν και όχι τόσο συχνές
Σίγουρα κάτι υπήρχε που τους έκανε να την εμπιστεύονται. Της άφηναν σημαντικά κομμάτια του εαυτού τους όχι τόσο για να τους τα φροντίσει όσο για να βοηθηθούν οι ίδιοι στη διαχείριση του. Πήγαιναν στην αρχή αμήχανοι κι όσο πήγαινε ο καιρός όλο και πιο ευχαριστημένοι που είχαν κρατηθεί και δεν ταν χαν πει πουθενά. Εκείνη ήταν μόνο ο δικός τους καθρέφτης που μπορούσαν να δουν καθαρότερα ή ένα βαθύ πηγάδι. Είχαν σταθεί στο χείλος του κι είχαν φωνάξει το βαθύ τους μυστικό.

Καμιά φορά έφευγε κι ήταν τότε που γέμιζε πολύ. Έλειπε τότε λίγο ή και πολύν καιρό. Πως πήγαινε να δει συγγενείς που είχε πεθυμήσει έλεγε ή πως κάποιο κληρονομικό θέμα που έπρεπε να διευθετηθεί προέκυψε και άλλα παρόμοια κι ας μην της ζητούσαν το γιατί και πιο πολύ σαν να θελε να δικαιολογήσει μια αναχώρηση αφού δεν υπήρχε χρεία εξήγησης…. Σε ποιον άλλωστε….

Τον τελευταίο καιρό –αυτό το είπανε μετά- τον τελευταίο καιρό πάντως σα ν’ άρχιζε να ξαναβγαίνει. Όχι σπουδαία πράγματα. Πάντως τη βλέπανε να περπατά στον κήπο-έναν κήπο ρημαγμένο, όλο χορτάρια ψηλά. Να ρθω να τον καθαρίσω μια μέρα της έλεγε ο πρώην άντρας της που μετά που χώρισαν της έγινε ο πιο συχνός της επισκέπτης.
Κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά πάντα στην πρότασή του. Θα σε φάνε τα φίδια μια μέρα... τη φοβέριζε …. Αν δεν θέλεις εμένα βάλε κάποιον άλλο …. Τότε του άγγιζε το χέρι και μένανε σιωπηλοί για ώρα πολλή. Κι ύστερα κάποια στιγμή σαν να ξύπναγε από λήθαργο σηκωνόταν αυτός να πηγαίνω της έλεγε πέρασε η ώρα, σήκωνε το χέρι σαν να θελε να την ακουμπήσει δεν το έκανε όμως ποτέ δεν το έκανε, μούτρωνε δίχως λόγο κι έφευγε παραμιλώντας.
Τι στο διάβολο έρχομαι μουρμούραγε κι αυτό βάσταξε κανένα πεντάρι χρόνια μέχρι που ξαναπαντρεύτηκε μια χήρα από την Ουκρανία ή τη Ρωσία ποιος να θυμάται τώρα- ψηλή γεροδεμένη με πλούσιο στήθος και γερά λαγόνια που του έκανε δυο παιδιά. Τότε σταμάτησε για λίγο να πηγαίνει. Μέχρι που ένα βράδυ- ίσως να χε πιει κανένα ποτηράκι παραπάνω- χτύπησε την πόρτα της. Του άνοιξε όπως τότε, όταν ερχόταν απ’ τη δουλειά. Πεινάς; τον ρώτησε μόνο κι αυτός μην ξέροντας τι να πει κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Του έβαλε να φάει κι ύστερα τον ακούμπησε στο χέρι. Έχω δυο παιδιά της είπε. Δεν απομακρύνθηκε. Άφησε εκεί το χέρι της πάνω στο δικό του κι εκείνος άρχισε να της λέει για το γιο του και την κόρη του τίνος έμοιαζαν πως τα έλεγαν τι έλεγαν….. ένα σωρό τρυφερά καμώματα ήρθαν εκεί στη μέση απ’ το δωμάτιο. Ανάμεσά τους; Όχι

Όση ώρα διηγιόταν δεν τη κοίταξε παρά στο τέλος περίεργα ανακουφισμένος αναπάντεχα ευχαριστημένος. Από τότε του μεινε συνήθειο να ρχεται απογεύματα καμιά φορά μετά τη δουλειά πριν πάει σπίτι του, να της πει για τη μέρα που πέρασε μικρά και μεγάλα, ασήμαντα ή όχι, τα κουβαλούσε βιαστικά και τ’ άφηνε εκεί στη μέση.
Δεν του έλεγε τίποτα. Ούτε καλό ούτε κακό. Τον άκουγε μόνο. Και καμιά φορά ξεροκατάπινε κι έβαζε τότε το χέρι στο λαιμό της

Έτσι πέρασε κάμποσος καιρός μέχρι που λίγους μήνες πριν έπαψε να της μιλά. Ερχόταν έφευγε δίχως ούτε λέξη. Έμπαινε, καθόταν, κοιτάζονταν αμίλητοι κι ύστερα σαν όπως όταν λέγονται τα περίσσια και ακούγονται όσα δεν πρέπει σηκωνόταν απότομα κι έφευγε
Μόνο ένα βράδυ την ώρα που σηκώθηκε όρθιος χαμογέλασε λίγο, κοίταξε ψηλά, στύλωσε το βλέμμα στο κουρτινόξυλο…. όποτε θέλεις να τις κατεβάσεις … τις κουρτίνες λέω πες μου να ρθω …. είπε. Μη ντραπείς…. κούνησε το κεφάλι εκείνη σαν να είχε κατανοήσει την κουβέντα. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Έπρεπε να φύγω … έπρεπε να φύγω για να γυρίσω πίσω
Το χέρι του ταξίδεψε από τα μαλλιά στο πρόσωπό της με μια έκφραση έκπληξης. Το δικό της στάθηκε στο λαιμό της.

Πνιγμός, έγραψε ο ιατροδικαστής στο πόρισμά του

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

"Μάγεμα η φύση κι όνειρο..."

Πολιορκείς
Τη φύση ασφυκτικά


Προσδοκάς
αποκρυπτογράφηση
πανάρχαιων κωδίκων


Δεν θα νικήσεις


Με επέλαση μύρου
σε περιζώνει



Η μάγισσα




Με τα χρωματιστά δάχτυλα

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Ο λαγός


O λαγός ήταν σε μια μικρή λεκάνη. Τον περιεργάστηκε. Σκούρο κρέας, λιγνά κόκαλα, μακρύ το λίγο κορμί.
Της τον είχαν φέρει το απόγευμα. Τον κρατούσε ο γιος απ’ τα πόδια θριαμβευτικά σαν λάφυρο μάχης αναπάντεχης
Τον είχε κοιτάξει ερωτηματικά
Τονε βγάλανε τα σκυλιά…. φοβήθηκε ο χαζός…. πήγε στη ρίζα της ελιάς και στάθηκε…. τονε βλέπει ο μπαμπάς … μπαμ του δίνει μια στο κεφάλι με τη μαγκούρα…. πάρτον κάτω…

Και τα πε μονομιάς, μην του φύγουνε οι λέξεις, μη δεν τις προλάβει κι
ύστερα της τον άφησε πάνω εκεί στο τραπέζι, με τις λεπτομέρειες του απρόσμενου συμβάντος σε επανάληψη ξανά και ξανά, αναψοκοκκινισμένος, με μπόλικες χειρονομίες και φθόγγους ακατάληπτους αδύναμος ακόμα να το χωρέσει μέσα του

Μη σου ξεφύγει λέξη!
πρόλαβε και του φώναξε ο πατέρας …..Αυτό έλειπε….να μας καρφώσει κανείς…. Κι άντε ξεμπέρδευε….μουρμούρισε πλησιάζοντάς την
Κι ύστερα από μια στιγμή….Σκέψου να ταν εδώ ο πατέρας σου…. Τι θα λεγε;

Τι θα λεγε…..Ο πατέρας της….
Πώς έρχονται όλα δια μιας μπροστά σου….
Χέρια αεικίνητα και μάτια ζωηρά όλο δύναμη ολοζώντανα στη θύμηση….
Τι θα λεγε…..
Είχε ένα στόμα όλο ιστορίες κι ανάμεσά τους κυνήγια ….
τα κυνήγια ….για την επιβίωση
(το παιχνίδι ήρθε αργότερα)
Ως και κείνη είχε προλάβει αυτοκίνητα που ριχναν τα φώτα κι ο λαγός τα χανε…

Τα χανε ….Από τότε …. τα χανε ο χαζός….
μουρμούρισε με τρυφεράδα κι άρχισε να τονε πλένει
Με κρασί. Σαν πεθαμένο άνθρωπο

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Ως...

Θυμάμαι αρχές και ξεκινήματα


με μιαν αδύναμη κόκκινη παντιέρα



και μια δειλή ανάσα


Ποτέ -ακούς;-
Μην πεις πως σπαταλήθηκε
άδικα το όμορφο χρώμα


Ανταίο με είπανε
κι ακουμπώ στη Γη μου
στη Δύναμή μου


Μακριά τα πόδια μου
βυθίζομαι και ψηλώνω μαζί
ως τα όνειρα