Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Η σελίδα εισέρχεται(!) σε περίοδο αγρανάπαυσης....
Σας ευχαριστώ όλους για την παρέα

Να είστε καλά και ό,τι καλό για σας και τους ανθρώπους σας

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Μικρή ιστορία προσμονής

Στην αρχή της μέρας περίμενε πως θα ρχόταν οπωσδήποτε……

Θα ρχόταν να της κάνει έκπληξη. Το συνήθιζε άλλωστε. Του άρεσε να εμφανίζεται απρόσμενα…. Εκεί που δεν το περίμενες, εκεί που η πίστη άρχιζε να κουτσαίνει, εκεί, απροειδοποίητα, χτυπούσε η πόρτα και να τος!

Εκείνη και τούτη τη φορά σαν και κάθε άλλη, θα έπαιζε το παιχνίδι του. Θα του έλεγε.... μπα! Τάχα μου ξαφνιασμένη….. τάχα μου αιφνιδιασμένη….. κι αυτός θα γελούσε, θα γελούσε ολόκληρος ως κι οι χαραξιές του προσώπου του θα γέλαγαν…..

Κι ύστερα ….. θα την αγκάλιαζε ύστερα…..γινόταν να σε ξεχνούσα; θα της έλεγε, γινόταν; Και θα ταν τρυφερός και τόσο γενναιόδωρος σε κουβέντες χάδια…. πόσο όμορφη του φαινόταν θα λεγε και πόσο του έλειπε και πόσο την είχε αποζητήσει….

κι αυτή θα λυωνε θα λυωνε….. ζάχαρη στο νερό του και θα λυωνε

………………………………………………………………….

Έτσι πέρασε το πρωί. Μέσα στην αδημονία. Με μπες βγες ανάμεσα στα δωμάτια. Nα συγυρίζει τα συγυρισμένα, να τακτοποιεί τα τακτοποιημένα. Ξανά και ξανά, ασταμάτητη σε κάθε της κίνηση, πράγματα απ’ τη μια μεριά μεταφέρονταν σε άλλη…. κάτι μπιμπελό ψιλοπραγματάκια, αν μπορούσαν να μιλήσουν θα ύψωναν φωνή διαμαρτυρίας έτσι που τα κινούσε διαρκώς και μόνο τα λουλούδια δεν πείραξε από φόβο μην τα μαράνει.

Η ντουλάπα ήταν που μαρτύρησε. Την τρέλανε στο άνοιξε κλείσε, βάλε βγάλε ρούχα καθώς πέρασε την εμφάνισή της από σαράντα κύματα μπροστά στον παλιό καθρέφτη. Και τούτο την πάχαινε και κείνο δεν την κολάκευε…. Το ένα συντηρητικό το άλλο πολύ τολμηρό….. άσε πια τα χρώματα……Κόντευε να παρανοήσει.

Λες και περίμενε τον Υψηλό Επισκέπτη. Κι έτσι το νοιωθε. Μετά από μέρες ταλαιπωρίας και πόνου πίστευε-ναι το πίστευε-πως είχε το δικαίωμα της χαράς. Και σήμερα, ήταν η μέρα της. Η δική της μέρα

Ύστερα όσο η ώρα πήγαινε, όσο το κουδούνι της εξώπορτας έμενε βουβό, άρχισε να κονταίνει τον πήχη των προσδοκιών της.

Πώς να ρχόταν…. Και καλύτερα κιόλας ….. κι άρχισε να αστειεύεται με τις προηγούμενες σκέψεις της.

Άκου ζαχαρόνερο! Που τη λιγουριάζει κιόλας!….. μα…. Πώς το φαντάστηκε….

….άσε που θα διαλυόταν εντελώς ….

Τόσον καρό μετά και η ελπίδα της, εύρισκε τρόπους, μηχανευόταν τακτικές, μετάλλαζε σημάδια, έτσι που να συντηρεί, να τον συντηρεί τόσον καιρό…. μετά από τόσον καιρό και να ξεχνά. Ηθελημένα.

Της είχε πει τις σωστές λέξεις.

Σε νοιάζομαι πολύ. Έτσι της είχε πει. Σε νοιάζομαι.

Έπρεπε να τον είχε ρωτήσει. Να είχε ρωτήσει τι σήμαινε.

Στη γλώσσα του αυτή η φράση, τι σήμαινε. Για να καταλάβει.

Δεν το χε κάνει και τα ίχνη του που τα χε σβήσει φεύγοντας, δεν της έδιναν πάτημα να πιαστεί

Αλλά ήταν μαγικές οι λέξεις και πώς να ξεκολλήσει απ’ αυτές……………….

Με νοιάζεται με τον τρόπο του. Μόνο που εγώ δεν τον καταλαβαίνω. Δικό μου το λάθος!

Λες κι είχε κάποιον αντίκρυ της κάθε φορά που το επαναλάμβανε, λες κι είχε κάποιον που την κοίταζε ειρωνικά κι ήθελε να του το σβήσει το χαμόγελο γιατί δεν είχε δίκιο. Δεν γινόταν να χει δίκιο!

Θα με πάρει τηλέφωνο….. θα ναι όλο ανησυχία η φωνή του…. θα πει έμαθα πως αρρώστησες και τρελάθηκα από αγωνία…. Μακάρι να βρισκόμουν κοντά σου αλλά….αλλά τώρα είσαι εδώ, θα τον έκοβε…. τώρα είσαι εδώ κι αυτό έχει σημασία ή μπορεί να του έλεγε μα ήσουν κοντά μου αφού το ένοιωθα πως ήσουν κοντά μου

Και θ’ άρχιζαν να μιλούν όπως πάντα। Όπως πάντα θα τα κατάφερναν να στήσουν το γεφύρι, να το περάσουν και να ναι σαν το χθες που ήταν…

Αλήθεια….. πότε ήταν;

Μα δεν είχε σημασία. Καμιά απολύτως.

Ναι. Κι αυτή τη φορά καλά θα κανε να σημειώσει όλα όσα θα θελε να τον ρωτήσει γιατί κάθε φορά έχανε το χρόνο όταν μιλούσαν κι όταν τέλειωνε η κουβέντα, όταν έφευγε….. αχ, μωρέ η χαζή πάλι δε ρώτησα για τούτο και για κείνο…. Ναι, αυτή τη φορά έπρεπε να σημειώσει …. Άσε που έπρεπε να φροντίσει να μην τους διακόψει κανείς. Κανείς!

Αχ, πώς τον περίμενε….πώς τον περίμενε…..

…………………………………………………………………………………………

Σε κανένα δεν χαρίζεται τούτος ο εχθρός. Αμείλικτα τρέχει. Τρέχει ο χρόνος…οι ώρες….. τα λεπτά…..

……………………………………………………………………………………….

Το απόγευμα άρχισε ψυχορραγεί στο σκαλί μπροστά απ’ το δείλι.

Η ελπίδα, καθρέφτης των επιθυμιών σε εφικτό γίγνεσθαι, άρχιζε να θαμπώνει. Προσπάθησε να τον καθαρίσει. Έπρεπε κάπου να δει ένα άνοιγμα, μια δίοδο να παίρνει αέρα ………….

Το ανθρωπάκι απέναντι της την κοίταζε με οίκτο

Έπρεπε να το εξαφανίσει. Τώρα! Τώρα …..πριν … πριν!

Κι αν έχασε το νούμερό μου; Αν το χασε;

Μα … βέβαια πως δεν το σκέφτηκε…. Εξάλλου περάσαν και τόσα χρόνια….. χάνονται τα τηλέφωνα….. οι διευθύνσεις….

Έμεινε σ’ αυτή τη σκέψη. Της άρεσε. Σκάλωσε κι αγκιστρώθηκε.

Και πήρε ανάσα

…………………………………………………………………………………………

Τι να σας πω κυρία Ελένη. Ευτυχώς που βράδιασε…. Όλη μέρα μια τρέλα…. Άνοιγε ντουλάπες…. κατέβαζε ρούχα….. μέχρι που ήθελε να βαφτεί!…. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έζησα….

Στο τέλος φόρεσε ένα κόκκινο φουστάνι μ’ ένα λουλούδι στο στήθος…. το θυμάστε καθόλου; Μ’ αυτό και κοιμήθηκε. Αρνήθηκε πεισματικά να το βγάλει ….παραμιλούσε κι έλεγε κι αν έρθει; Kι αν έρθει; Τι περίμενε κυρία Ελένη;

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

ΠΡΟΧΩΡΏ............

Προχωρώ εντός μου

Μισόν αιώνα και,


Ανεξερεύνητα

μονοπάτια βρίσκω

τοπία να μου γνέφουν

-εδώ είμαι-


πάνω που νόμιζα

-επαιρόμουν δε γι’ αυτό-

πως εκείνος ο εαυτός, γνωστός, μου

ήταν


Μα

Είναι η ζωή που εκπλήσσει

(ευχάριστα ή δυσάρεστα

αδιάφορο)


Είναι η ζωή

που ξέρει

καλύτερα κι από σένα

τη δική σου αλήθεια


Κι όταν υπό έλεγχο τα έχεις

-νομίζεις-

γίνεται η ανατροπή

-ευτυχώς-


Φευγαλέες λάμψεις

σου χαρίζονται


Tις αποθηκεύεις αν προλάβεις

Aν ανακλαστικά γρήγορα

έχεις


Πριν όλα χαθούν

Πριν κλείσει δια παντός

η μυστική πόρτα

……………………………

ετεροχρονισμένης εφηβείας

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Η Σύσκεψη


Κάτι από τα παλιά ελαφρά διορθωμένο


Η σύσκεψη έληξε

Χωρίς προβλήματα…..

Δίχως καμία έκπληξη σχεδόν

(μετρά αιώνες η εμπειρία…।)


Και πάρθηκαν οι πλέον σωστές,

για την περίσταση

αποφάσεις

Όλα να είναι άψογα

στης Ενανθρώπισης τη μέρα

…………………………………

Μια αναπαλαίωση της Φάτνης

Αναγκαία ευρέθη

Και -να σημειωθεί παρακαλώ!-

Τα ζώα

Να αναζητηθούν Ήρεμα αρκούντως

Καθώς αυτού του είδους

τα οικόσιτα που τείνουν

να εκλείψουν,

Τρομάζουν τους ανθρώπους…।


Και για τους μάγους….

Μέτρα να λάβει η τροχαία

Δρόμους να κλείσει ή και

να αποκλείσει αν ήτο αναγκαίο

(θα πρέπει η διέλευση να είναι

ασφαλής)

Κάποιος –ενδιαμέσως-για την

κατάργηση των καμηλών

ομίλησε

Μα ευθύς τον αντικρούσανε εκείνοι …..

Οι θεματοφύλακες

των παραδεδομένων


Των δε αγγέλων ο χορός τρεις πρόβες

-το λιγότερο- να κάμει

(θα ήτο ανήκουστη όποια παραφωνία…)


Τέλος αφήσαν τους βοσκούς

Και κείνους διαλεγμένους

Φρόνιμους και ταπεινούς

Δασκαλεμένους άψογα

Μη κάμουν κάτι άπρεπο κι ο Μέγας Βασιλέας

Ταραχθεί

(τη μήνη ποιος θα άντεχε…)

……………………………………………….

Και όλα ήσαν under control

Και όλα καλά πηγαίναν μέχρι που

–πως ξέφυγε απ’ την ασφάλεια αλήθεια –


Ένα παιδί…..

που ερχόμενο δε δίνει δώρο…। μα ζητά


«Ω, Κύριε…. ειρήνη δώσε στις καρδιές και

κάνε αυτοί που έχουνε, τα πλούτη να μοιράσουν…।»


Το Βρέφος χαμογέλασε ….

Και μίλησε μ’ αυτά τα πικραμένα λόγια


«Τέτοια μεγάλα θαύματα δε γίνονται από μένα…।»


Και πάλι ξαναμίλησε

«Ίσως μόνο από σένα…»

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Μέρες.....

Αφέθηκαν οι μέρες
Σε μιαν άκρια δρόμου
Τις μαζεύω στο σακούλι μου
Λέω θα τις βάψω
Πορφυρές και γαλάζιες
Πράσινες και καφέ

Ξεχνώ, όλο ξεχνώ
Πως διψούν
Α! πως βγαίνουν
Στραγγισμένες οι μέρες….

Κόβω μια φέτα γέλιου
Να τις ξεγελάσω….
Με κουράζει αυτή η επιμονή
Και που να βρω
Ένα όνειρο νερό
Να τις ποτίσω…

Τρέχω όλο τρέχω
Πίσω από έναν ουρανό
Νωθρό
Ισιωμένο

Η καμπύλη της συμπόνιας
Λείπει

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Και στο λεγα......

Αχνώνει το φως…..

Μελισσολόι τρέξανε
Οι ελπίδες
Σε σύναξη αγοραία
(κι από κοντά και τα ζητούμενα
τρεχάτα)

«Πάρε μου κι εμένα
Μου χρωστάς!»
Έλεγεν ένας

Κι άλλος….
(ο συνετός…)

«Κράτα να χεις για τις
Επόμενες γενιές..»

Τώρα ποιος έχει όρεξη
Ν’ αναμασά τα ίδια….

Αχ! Κακές εποχές….
Και στο λεγα

Όχι όπως ήξερες νυφούλα μου….

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Προσωπικό


Η σημερινή ανάρτηση μάλλον δεν αφορά κανέναν από σας ιδιαίτερα।......

Είναι που σήμερα έγινε ένα είδος μνημόσυνου για έναν Άνθρωπο που μας άφησε ένα χρόνο πριν

Το κείμενο γράφτηκε τότε για λογαριασμό της κίνησης ΠΡΟΤΑΣΗ και νομίζω μέσα σ' όλο το χαμό αξίζει να ξεσκονίζουμε τη μνήμη και να σταματούμε λίγο έστω σε παρουσίες με νόημα

....................................................................................................................................................................

Ο Δημήτρης Τσίγκας, δάσκαλος και πρώτος πολίτης του δήμου Παραλίας πέθανε στις 4 του Δεκέμβρη.

Όσο ζούσε ήταν ένας πολύ ανήσυχος αν και απόλυτα κανονικός άνθρωπος όπως καθένας από μας, όπως ένα σωρό άλλοι

Γεννημένος στην περιφέρεια της Πάτρας, ανδρώθηκε γείτονας με μικρασιάτες πρόσφυγες και εσωτερικούς μετανάστες, μεγαλώνοντας στους ίδιους δρόμους μ’ εκείνους και τα παιδιά τους.

Όπως όλοι, ή τουλάχιστον όπως οι περισσότεροι, έκανε φίλους, έπαιξε, γέλασε φώναξε, θύμωσε και του θύμωσαν για σκανταλιές στο σχολείο και στη γειτονιά

Ύστερα, Γυμνάσιο, Παιδαγωγική Ακαδημία στην Τρίπολη, στρατός, δουλειά, οικογένεια. Πορεία απλή. Κινήσεις γνώριμες, σ’ όλους

Δεν άλλαζε. Μόνο ωρίμαζε. Απλός, φιλικός, προσηνής, με διάθεση προσφοράς, και πάντα ανήσυχος

Ολοένα αναζητούσε τρόπους διοχέτευσης της προσωπικής του αγωνίας για την πορεία του τόπου ή του κλάδου όπου ανήκε

Ίσως γι’ αυτό από νωρίς εντάχθηκε σε κομματική οργάνωση,

από νωρίς ανάπτυξε έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα στον επαγγελματικό του χώρο.

Και τέλος ίσως γι’ αυτό ζήτησε την ψήφο των συνδημοτών του και ανταμείφθηκε

Έγινε Δήμαρχος στον οικείο δήμο

παραμένοντας το οικείο πρόσωπο. Συνέχισε ανάμεσα σ’ όλα τα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας ν’ ανταλλάσσει καλημέρες και καλησπέρες, χρόνια πολλά και κεράσματα στα ίδια μέρη που μεγάλωσε και που μεγάλωνε τώρα τα παιδιά του,

δίχως να σταματά στιγμή να ανησυχεί και να νοιάζεται

Πρόσφορος τομέας η πρόληψη στις κάθε λογής εξαρτήσεις, αν και ιδιαίτερα αδύναμος και

καθώς ο Δήμος ήταν εταίρος στην ΠΡΟΤΑΣΗ, αγκάλιασε και στήριξε με κάθε τρόπο τα προγράμματα πρόληψης και τις δράσεις που ετοίμαζε η ομάδα εθελοντών η οποία λειτουργούσε στα πλαίσια του Δήμου, ακόμα και με την προσωπική παρουσία του.

Κάποιος μπορεί να πει πως δεν έκανε παρά το αυτονόητο.

Αυτονόητα δεν υπάρχουν. Και όσον αφορά το συγκεκριμένο πρόσωπο υπήρχε μόνο το προσωπικό στοίχημα να μην αφήσει η οσμή της σήψης να απλωθεί.

Και μιας κι υπήρχε η χάραξη του μονοπατιού για την πρόληψη, ο Δήμαρχος αυτού του μικρού χώρου πάσχισε να γίνει δρόμος, να περάσει το μήνυμα για την αναγκαιότητα σ’ ένα φρέσκο κοίταγμα στη ζωή και να μεταδοθεί σ’ όλους.

Ο Δημήτρης Τσίγκας δεν πρόλαβε να δει την πρόληψη να γίνεται προσωπική υπόθεση των δημοτών του. Έφυγε νωρίς αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό.

Ο καιρός θα περάσει κι ο χρόνος θα απαλύνει τον πόνο μα η θύμηση του θα υπάρχει μέσα από όσα μόχθησε

Γιατί η προσπάθεια θα συνεχιστεί και στη μνήμη του.

Ο δρόμος που άνοιξε θα υπάρχει για τις ιδέες και τις προτάσεις που δίδουν ουσία στη ζωή

για να τον βαδίσουν όπως εμείς και οι γενιές που έρχονται.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

ΑΜΟΝΤΑΡΙΣΤΑ ΠΛΑΝΑ 4



Και πεζοπόρος
Ζήτησα να βγω
Στου ωκεανού την άκρη


Α, το πουτανάκι… το πουτανάκι! Να φύγει! Να φύγει!
Που την πήραμε σπίτι, της δώσαμε κι έφαγε, ντύθηκε κι όλο έξω…. όλο έξω…. ακόμα δε βγήκε απ’ τ’ αυγό ….. Γαμπρίζει το σκυλί το θηλυκό….Γαμπρίζει…

Μήτσος. Ετών 65. πλούσιος. χτήματα πολλά. Ελιές Χριστέ μου ελιές! Χάνεται το μάτι σου
Ψηλός. Όλα τα μαλλιά. Λεβέντης άντρας κι ας μην ήταν όχι στην πρώτη μα ούτε στη δεύτερη νιότη
Την ησυχία του είχε…. Τι τον ήθελε το δαιμονόσπορο; Σίγουρα η μάνα της του δρόμου θα ταν…. κι αυτή πουτάνα θα γίνει….
Αλλά εκείνη…. η φαντασμένη …ήθελε παιδί…. Να γελάσουμε λέει…. να γεμίσει το σπίτι μας λέει….. Ένας σατανάς είναι…. Όλο παιχνίδι θέλει…… να ναι το διάολό μου γαμώ…. θα το σκοτώσω καμιά ώρα Τι ήθελα και την άκουγα; πήρανε και οι γυναίκες δικαιώματα…. Μωρέ στείλτη στο διάολο …
Εγώ φταίω που την παντρεύτηκα τι τον ήθελα το γάμο; Καλά περνούσα…

Και της πατρίδας τ’ όνομα
ερημιά το λέγανε

Πώς σε λένε;
Γιασμίνα Γιασμίνα. Με λένε, Γιασμίνα

Ετών 11. Χώρα Σερβία. Μάτια γαλανά. Δέρμα σταρένιο. Κορμάκι λιγνό. Πρόσωπο κουρασμένο.
Η Γιασμίνα. Από το Βελιγράδι, το ορφανοτροφείο, στην Ελλάδα. Καταμεσής στο πουθενά. όχι, ορφανή πολέμου δεν ήταν. Ο Γιώργος ήταν από τη Μπάνια Λούκα ο Γιώργος ήταν που ήρθε με πρόγραμμα φιλοξενίας κι άφησε την καρδιά του εδώ. Μα η Γιασμίνα όχι…

Αυτή την κολόνα θα τη λέω Άννια την άλλη Σέλμα και τούτη Ματέο.
Ε, Σέλμα! ε, Άννια! Ε, Ματέο! μοναξιά πολλή εδώ μοναχή είμαι κι ο Μήτσος πατέρας όλο μου θυμώνει και μου γυρίζει την πλάτη δεν είμαι λέει καλή, δεν είμαι…. πουτάνας ψυχή έχω λέει τι είναι πουτάνα μαμά Νάντια;

Και κείνον που με θέλησε
Δε ρώτησα
Πουλήθηκα στο σ’ αγαπώ

Ζωηρή είναι η Γιασμίνα μας μα δεν ήξερε από σπίτι από σειρά…. Κι ο Μήτσος, καλός καλός είναι μα δεν καταλαβαίνει μια ζωή κι αυτός μοναχός πέρασε και μένα η ζωή μου ε, να μην την τελειώσω στη μοναξιά έτσι μου ταξε και τόσα θα πάμε δω θα πάμε κει και ταξίδια και συντροφιές και σουαρέ
Μια θάλασσα λόγια πενήντα πέντε ήμουνα και γω μ’ είχε φάει η Γερμανία καλοστεκούμενος αυτός τι άλλο να ζήταγα;
Το σπίτι σε πενήντα στρέμματα ελιές μέσα είπα θα γίνω κι εγώ ελιά και θα ριζώσω
Ας πάρουμε ένα παιδί….
Ο Μήτσος έλεγε είναι ξένος σπόρος και τι τον θέλαμε έτυχε κι η μικρή ζωηρή ήθελε παιχνίδια αυτός την ήθελε σούζα να χτυπά αυτή τα ποδάρια να τη βρίζει δεν την έκανε καλά

Θα σε σκοτώσω μωρή! Το βλέπεις αυτό; όλο απάνω σου θα το ρίξω

Και δίψασα
Χρόνους πολλούς
Στης ανυδριάς τη χώρα

Αχ, καημένη μαμά Νάντια… έγινα κιόλας 15 κι εσύ μ’ άφησες φούσκωσε το συκώτι σου λέει και το βράδυ της θανής σου χέρι άπλωσε πάνω μου

Άει γαμήσου ξεφτιλισμένε!

Έχει μηχανή ο Γιούσεφ θ’ ανεβώ και θα χαθούμε
Και θα πηδιέμαι μ’ όσους θέλω …Πουτάνα μ’ έλεγες πουτάνα θα γινώ!

Και μ’ έκλεισε σε ίδρυμα μαμά το βράδυ της θανής σου και είπε πατέρας μου δεν θα ναι πια
Μα θα το σκάσω κερατά και θα ρθω μέσα στις ελιές να γαμηθώ με χίλιους Αλβανούς να γαμηθώ μέχρι να σου ρθει αποπληξία και θα βάλω μια φωτιά και να καούν οι ελιές και να καεί το σπίτι

Και πορευθέντες προς το φως
Το σκότος το μεγάλο
είδαμε


Ο Μήτσος; Μπλέχτηκε με τρεις τέσσερις ακόμα….. τελευταία μια Ρουμάνα με την κόρη της…… Ήρθε και τα τέντωσε αυτός κι ας είχε τάξει στον παπά να γράψει την περιουσία, στην εκκλησία να τονε μνημονεύουνε μέγα ευεργέτη της Αγίας Παρασκευής μες στους αιώνες
Α, ρε Μήτσο!....Τα σχέδια αλλιώς τα κάνεις κι αλλιώς έρχονται . Ο λεγάμενος την έκανε ετών εβδομήντα παρά κάτι δέκα μέρες πριν προλάβει, να γράψει τις ελιές στην εκκλησία και το μεγάλο σπίτι
Κι όλα μείνανε στη Ρουμάνα και την κόρη της που πρόλαβε και της έβαλε την κουλούρα στο παρά τσακ
Κι έμεινε ο παπάς άδικα να λέει για «αθετήσαντες»
Ας πάει να τον βρει να ζητήσει δίκιο……. …………………………………………………………………………………….

Με θυμάστε;
Βρε βρε… η Γιασμίνα… πώς είσαι Γιασμίνα; Μεγάλωσες μεγάλωσες… πόσο είσαι τώρα; 20! Τι λες; κιόλας!

Μικρούλα μικρούλα Γιασμίνα ίδια έμεινες λιγνό κορμάκι κουρασμένο προσωπάκι σταρένιο

Πού ζεις; Δουλεύεις;

Μένω στης μάνας μου το σπίτι. Βλέπω δυο παιδάκια ψάχνω και γι’ άλλη δουλειά
Ναι ναι ήταν δύσκολα
Να τα πούμε… να πάμε για καφέ
Το τηλέφωνό μου
Ναι να βγούμε για καφέ τα λέμε Γιασμίνα τα λέμε

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Ξόδι

Έχω έναν κήπο

νοτιονατολικό

Με δέντρα δεκαπέντε

Μυριστικά πολλά

Και

Τριανταφυλλιές


Μια θεριεμένη βουκαμβίλια

σκάλωνε στο νοτικό μπαλκόνι

Τίναζε άναρχα άνθια

και φύλλα κι όλο

Έπρεπε να σκουπίζω


Ξεράθηκε

Ένα χειμώνα πριν

Την έκαψε ο πάγος


Χθες την κόψαμε


Σήμερα

Φορτώθηκε στ’ αγροτικό

Και πάει