Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

συμπερασματικά

κρατάμε τη ζωή απ' τη φούστα
σαν μικροπαίδια τη μάνα

αγκιστρωμένοι στα πόδια της
σερνόμαστε κι όλο κοιτάμε απανω
με την παλάμη πάντα υψωμένη


κάποτε ορθάνοιχτη

τίποτα να μην αποκρατεί
κάποτε σφιχτή κλειστή γροθιά


ζητιάνοι της αλήθειας
λυπημένοι και νοσταλγοί

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Τι κρίμα...

μα τίποτα δε χάρηκα από σένα
Nα σε σκότωνα τουλάχιστον
θα χε ένα νόημα

πρόλαβες κι έσβησες από μόνος σου
κι έμεινα
να κοιτώ την άδεια θέση

κρίμα
κρίμα που δεν αγαπηθήκαμε
Tουλάχιστον θ' άξιζε ο θρήνος

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018



τελειώνουν οι ευτυχισμένες μέρες
κάπου κόβεται η κλωστή, η θλίψη ξεπροβάλει, τα γονατα λυγίζουν

Ένα ωχ μάνα μου της βγήκε. Γύρισε το κλειδί

να ξεπικρίσουμε την κάπαρη…

τι τη θελεις βρε μάνα;

Μοναχός άνθρωπος είσαι, τι θέλεις και βάζεις δουλειές μπροστά σου αφού δεν μπορείς κι ύστερα τα φορτώνομαι… με φτάνουν τα δικά μου ήθελε να της πει

 Σώπασε δύσκολα και την κοίταξε.     Η γριά μιλούσε. Μάλλον συνέχιζε να μιλά
τι τη θέλουμε; είπε μόνο
Εξανέστη η γριά
μα να μην έχουμε λίγη κάπαρη; για τη σαλατα;
τη μάζεψε η αδερφούλα μου με κόπο ...

Αμάν βρε μάνα!
την έβαλα στο βάζο με νερό δεν την έβαλα; την εβγαλα και στον ήλιο δεν την έβγαλα;

 τι φτάνει!
άλλαξε το νερό και μην εισαι τεμπέλα! θα παντρευτείς δε θα παντρευτείς; τι θα λέει ο άντρας σου;

Είναι παντρεμένος πήγε να πει και πάλι κρατήθηκε
Άνοιξε το βάζο με την κάπαρη
Η αψάδα την πήρε στο πρόσωπο, της έτσουξαν τα μάτια, γέμισαν δάκρυα

είδες που είχες μέρες να της αλλαξεις το νερό; μαζεύτηκε η φαρμακίλα
άντε ξέπλυνε τα βλασταράκια άντε να γλυκάνει..,

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Η κριτική ματιά της Αθανασίας Δανελάτου



ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ: Oι «Βηματισμοί» της Μέρης Λιόντη

γραφει η Αθανασια Δανελατου

26|05|2017 | 18:10
Πολιτισμός
«Βηματισμοί»  τιτλοφορείται το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο της συμπολίτισσας ποιήτριας Μέρης Λιόντη.  Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον νέο  οίκο «μικρές Εκδόσεις» κοσμημένο, στο εξώφυλλό του, από μια εξπρεσιονιστικού τύπου φωτογραφία της Λιόντη,  δηλωτική του περάσματος της  από τον τόπο του στίχου στον πεζότοπο των βηματισμών.  
Ωστόσο η ποίηση δεν θέλει να την αφήσει. Mε την μορφή δώδεκα ποιητικών προγεφυρωμάτων, πριν από κάθε  πεζή ιστορία, κάθε αφήγημα που ακολουθεί  δεν αποτελεί  παρά το άνοιγμά του ποιητικού σ’ ένα δρόμο που το οδηγεί σ’  ένα νόημα. Ένα πεζό νόημα. Αλλά  όχι λιγότερο συγκινημένο.   Κάθε προγεφύρωμα, γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, δεν είναι παρά μια εξομολόγηση,  μια ομολογία,  ένας σιωπηλός παραληρηματικός ποταμός, ένα απολογισμός, μια απολογία εν τέλει, που απευθύνεται στο δεύτερο ενικό πρόσωπο που απουσιάζει και ως τέτοιο αποτελεί την δημιουργό αιτία των νοτερών λέξεων  της  Λιόντη και παρακολουθεί ανεξαιρέτως όλους του βηματισμούς  ως  μάτι και αυτί που υπάρχει πίσω από κάθε αφήγηση.

Βηματισμοί κυρίως γυναικών που περί –πλανώνται, σε μια διαρκή αναζήτηση του προσώπου τους,  ή ανδρών που το γυναικείο τους είναι αναγκαίο για να μπορέσουν να συγκροτήσουν ένα κατακερματισμένο η επαπειλούμενο  εγώ  έστω κι αν αυτό το γυναικείο ορίζεται ή συρρικνώνεται  σε ένα βρακί, μια φούστα,  ένα τσόλι,  ένα ζευγάρι βυζιά που βυζαίνονται.
Μια γυναίκα που επιστρέφει από ταξίδι, που μπορεί και να ‘ταν αταξίδευτο, μια άλλη που ετοιμάζεται να φύγει,  κάποια που έχει κατευοδώσει πολλές θηλυκές,  μια ακόμη που έζησε σαν να μην γύρισε ποτέ από ένα  παλιό ταξίδι, κάποια που  πέρασε από την αθωότητα στην αγιότητα μέσω του ερωτήματος για το συμβαίνον, μια άλλη  που έκανε το αθέλητο αναγκαστικό ταξίδι από την ξένη χώρα και τέλος γυναίκες  που μπαινοβγαίνουν σωρός σε ταξίδια της μιας ώρας με τις φίλες τους σ’ ένα καφέ μικρό ένας ζαβός, ένας αλκοολικός, ένας απολυμένος,  κάποιοι ξεθωριασμένοι εξουσιαστές πεπρωμένων και τα ρούχα που άγγιξαν και τους ήρθε ο κόσμος   οι μικροί ήρωες των βηματισμών.

Ψηφιδωτά αιωρούμενα στο χρόνο, οικεία, καμωμένα από καθημερινές ψηφίδες εικόνων  και λέξεις αφημένες  που μπορεί να συναντήσει κανείς στο δρόμο, στην γειτονιά, στο σπίτι  του, η στην μνήμη του,  επιτελούν τις μικρές τους τελετουργίες σε χώρους εσωτερικούς -κατά κανόνα- μια κουζίνα, ένα δωμάτιο, ένα κάθισμα  λεωφορείου μια μπουάτ η ένας στενός καφενές.

Οι μικρές ιστορίες της Λιόντη, ως τρεις σελίδες το πολύ κατά μέσο όρο, μοιάζουν με ιστορίες που ξεκινούν από άλλες ιστορίες, που έχουν ήδη συμβεί ή γραφεί και που η συγγραφέας, ως αλλοτινή αναγνώστρια, παίρνει από το χέρι και βηματίζει μαζί τους,  τις πάει και τις φέρνει, τις κανακεύει, τις ποτίζει (με την μνήμη, τη λήθη, το αίμα, τις νοτερές της λέξεις) κι εν τέλει τις απελευθερώνει από το παλιό καλούπι δίνοντάς τους μια νέα δυνατότητα ελευθερίας ελευθερίας που, πριν στρίψει το πόμολο της εξώπορτας,  κλίνει πάντα το ρήμα φεύγω:

Φεύγεις φεύγω φεύγει φεύγουμε φεύγετε φεύγουνε ….  

Το περιεχόμενο των ιστοριών γραμμένο σε καλά ελληνικά ριζωμένα  στα χωράφια Ρίτσων και  Καζαντζάκιδων και Καραγάτσιδων  αλλά και Μητσόρα και Φακίνου και Ζατέλη. Το ύφος ζωντανό,  γλαφυρό κάποιες φορές αριστοτεχνικά μουσικό, όταν αποδίδεται η προφορική γλώσσα της απέκεισας  πεθεράς,  σε κρατάει πάνω στην λέξη και δε σ αφήνει μέχρι «να σου πεί…» . Σε κάνει να αναζητάς την επομένη, σαν βήμα και συνειρμό μαζί, και σε γαντζώνει. Μέχρι να ειπωθεί, ν’ ακουστεί, να ειδωθεί μέσα στ’ αυτιά και μέσα από τα μάτια σου.
Σε γαντζώνει και δεν σ αφήνει να την αφήσεις να φύγει ….



Αθανασία Δανελάτου 

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017



 19 /4/2017
Ο  λυρικός τρόπος προσέγγισης

ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΟΜΠΟΛΗ
ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ----ΜΕΡΗ  ΛΙΟΝΤΗ

(απόσπασμα από τις ιστορίες που λοξοδρόμησαν)



                                              Ημίφως

Εικόνες ναυάγια, λέξεις κομμάτια, νοσταλγία στιγμών , απώλεια πόθων, απολογισμός θρήνων. Μια διαδρομή προσωπική στο ημίφως της λήθης , στη θλίψη της μνήμης.
Ένα οδυνηρό πισωγύρισμα στην αφιλόξενη ερημιά του παρελθόντος, στα μόρια στιγμών που ναυάγησαν στην αλαζονεία των στιγμών, στην δειλία των αποφάσεων,  στον αδηφάγο χρόνο. Αλιεύτρια χαμένων παραδείσων η ποιητική αφηγηματική  φωνή της Μέρης Λιόντη βουτάει βαθιά με μάτια άλλοτε ορθάνοιχτα και άλλοτε συνειδητά σβηστά , αλλά πάντα με την αφή της συνείδησης ακονισμένη και εξασκημένη στην αναγνώριση της αλήθειας και του ψεύδους. Λάμπει η αλήθεια στην απόσταση, αλλά λάμπει και το ψέμα και αυτό πονά. Γιατί έφυγες;




Εάν η Μέρη Λιόντη ήταν ζωγράφος ,  τα χρώματά της θα ήταν θαμπά, ημισκότεινα, χλωμά. Θα σχημάτιζαν πίνακες αχνών φωτοσκιάσεων σε ερήμους με κρυμμένους πολύτιμους θησαυρούς. Μορφές αγιοποιημένες από τον πόνο. Γκρίζο σπαθί η γραφή της αποτυπώνει καίρια την απελπισία αλλά και την δύναμη της μοναξιάς μετά από μια πορεία αναζητήσεων και διαψεύσεων. Πώς αντριεύει η ψυχή όταν τη σμιλεύεις με την απουσία! Θεριό ανήμερο έτοιμο να ξεσκίσει την άρνηση.
Εάν ήταν μουσικός θα έγραφε χαμηλή μουσική με εναλλαγές μεταξύ του  θρήνου και της προσευχής. Τα τονικά μέτρα θα παρουσίαζαν σταδιακές μεταβολές και αποσπασματική αρτιότητα. Η γραφή της εξόχως θραυσματική και λεπτομερής εκπλήσσει με την σωρεία των ευρημάτων στο ταξίδι του απολογισμού. 





Εάν ήταν γλύπτης θα σμίλευε λεπτές σκοτεινές φιγούρες , αγάλματα σκιές στα τρίστρατα των περιπάτων της. Φιγούρες σιωπηλές. Οι μιλιές τους , όπως χαρακτηριστικά τις λέει, θα ήταν σε διάλεκτο απόκοσμη και αλαφροίσκιωτη. Η ανωνυμία και η αχρονία προσώπων και συμβάντων δημιουργεί μυστήριο και απορία. Πότε; Που; Ποιοι;
Παντού και όλοι. Και όλα εκείνα μαζί που την ταξίδεψαν σε πελάγη προσδοκιών και αλλεπάλληλων θλίψεων για όλα εκείνα που δεν συνέβησαν ή για εκείνο που δεν συνέβη. Ή για εκείνο που συνέβη. Που μάτωσε και ματώθηκε. Που μάτωσε τα  δειλινά και ματώθηκε στα χέρια της Ηούς πριν καν ανθίσει. Εκείνο που τυραννά, εκρεμμές ανάμεσα στις λέξεις και στις  παύσεις , ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στη θύμηση και στη αθυμιά, ανάμεσα στο χαμόγελο και στο δάκρυ.


Εάν ήταν χορεύτρια θα ήταν φιγούρα σκιά στην αμφιλύκη μιας καταραμένης ελπίδας, και θα χόρευε με σβηστές λυχνίες , με μάτια σβηστά. Θα χόρευε στη βροχή, θα σκόνταφτε στις παρυφές του κύκλου που δεν χωρούν τη σκιά μιας ψυχής που ξέρει να μετρά ένα -ένα τι έχει, τι έχασε και τι απόμεινε να χάσει. Το ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει καλά την αδυναμία του εφικτού.
Εάν ήταν γιατρός, η γραφή της θα κυλούσε ως σκιαγραφικό υλικό στα αυλάκια του μυαλού και της ψυχής και θα κάλυπτε τα περισσότερα σημεία με μαύρο, αφήνοντας ορισμένα ξέφωτα , θαμπά ξέφωτα όπου θα παρελαύνουν πρόσωπα σκιές και πόθοι με λαγαρή θλίψη.
Σώμα , γραφή και σκέψη πνίγονται στη θάλασσα. Γίνονται ένα με τη θάλασσα.
Είναι και η θάλασσα. Νερό και αλάτι. Πόνος και νοσταλγία. Θρήνος και αγάπη. Σώμα και μνήμη. Εκεί στη θάλασσα το ποιητικό εσύ, που είναι θηλυκό  και αρσενικό μαζί, γυρεύει τη ζωή του. Τη γυρεύει μέσα από τις ιστορίες των άλλων. Κομμάτι- κομμάτι. Περπατά στα κύματα και στους αφρούς της ξαφρισμένης νιότης και προσκυνά τα συντρίμμια των καταβυθίσεων. Θα ήθελε να γράψει μια ιστορία με όσα άφησε μισά. Και σκόρπια. Αυτά  που χάρισε στις ζωές των άλλων. Μπορεί έτσι και να σχηματίσει την ακαθόριστη φιγούρα του είναι της. 


Έχει λέξεις η θάλασσα. Έχει και αγάπες. «κοχύλια και μαργαριτάρια» λέει ο Γ. Ρίτσος κάτω εκεί στους απάτητου βυθούς, στον βυθό των αμόλυντων πόθων. Ποιος δεν θα ήθελε να περπατήσει στη θάλασσα που έπνιξε αλλά και κράτησε ζωντανά τα όνειρά του. «πίσω μου σέρνονται μόνο τα πεθαμένα πράγματα»  γράφει η συγγραφέας, αλλά ησυχία δεν έχει η ψυχή παρά μόνο όταν κάτι το εξαφανίσει κάτω από τη χλωμή γη. Χαρακτηριστικά λέει «Άμα σε θάψω , θα ησυχάσω». Οδυνάται η έρημη ψυχή. «Αλλά δεν είμαι έτοιμη. Δεν θέλω να είμαι έτοιμη»αναφωνεί.
Η λέξη είναι θάλασσα. Η λέξη είναι νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι απώλεια. Η απώλεια της στιγμής. Εκείνο το συναίσθημα της στιγμής είναι ακατανίκητο και κατάδικό της. Είναι της ψυχής.
Είναι και η  γη.
Η γη είναι χλωμή, στεγνή, μοναχή κείτεται. Η λέξη είναι γη. Η πληγή είναι γη, είναι χώμα, είναι χλωμή γη, είναι σκιά. Σκιά της σκιάς. Είναι γκρίζο σκοτάδι, είναι θάνατος. Μέχρι να μεστώσουν οι φωτεινές μέρες. Η λέξη είναι λύπη, είναι θάνατος. Δεν είναι γλιτωμός θα μας πει η Μέρη Λιόντη στο βιβλίο της «βηματισμοί’



Στο βιβλίο της «βηματισμοί’ η συγγραφέας εναλλάσσει επιδέξια τα ποιητικά με τα πεζά μέρη και η αλήθεια είναι ότι διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους είναι έντονη. Πέρα από την εμφανή αλλαγή γραμματοσειράς και οπτικού ύφους, οι πεζές ιστορίες διακρίνονται από ρεαλισμό, φυσικότητα, ευέλικτους διάλογους και ρέουσα εξέλιξη της πλοκής. Εκείνο όμως που κάνει και αυτές τις ιστορίες να αποτελούν αναπόσπαστο οργανικό κομμάτι με το όλο είναι η καταγραφή της στιγμής, του ελάχιστου, του φευγαλέου. Η σύλληψη μιας φλασιάς θα λέγαμε σε άλλη γλώσσα, σαν το κλικ της κινηματογραφικής κάμερας των παλαιών ταινιών. Ένα κλιπάρισμα.
Τα λυρικά με τα πεζά, ας πούμε, μέρη, εναλλάσσονται με τρόπο διαδοχικών κινηματογραφικών λήψεων, σύντομων, αρκετά σύντομων, σε άσπρο μαύρο, μάλλον σε γκρίζο- λευκό, ή υπόλευκο- μαύρο, ή μαύρο- γκρίζο -λευκό, στο αμυδρό φως μιας νύχτας όπου το φεγγάρι κρύβεται από σύννεφα και αφήνει ένα ελάχιστο υποκίτρινο φως να απαλύνει τη σκληρή όψη των αναμνήσεων και των απολογισμών.



Τι σέρνει λοιπόν ο ναυαγός στα νερά που ακολουθούν  πίσω μαζί μετά πεθαμένα πράγματα που δε λέμε να τα αποχωριστούμε εσαεί; Πολλά θα συλλέξει ο περπατητής στο χθες. Πολλά κομμάτια πολύτιμα και μαλαματένια. Σιωπές, επιθυμίες, βροχή, σκιές, όνειρα, άκαρπες αγάπες, πέτρες, απώλειες, νερά, αμαρτίες,  γραφές κενές, αινίγματα, λυχνίες σβηστές, χλωμή στεγνή γη. Μοναξιά, απελπισία, λέξεις, κομμάτια λέξεις, ιστορίες που ξέφυγαν από την άκρη του μολυβιού και λοξοδρόμησαν, πολυπρόσωπη αλήθεια, μισητό ψέμα, δηλητήριο, σύνορα που δεν παραβιάστηκαν, απογοήτευση. Και κυρίως αδυναμία. Μια χρυσή αδυναμία που φωτίζει όλα τα ευρήματα και γίνεται το άμεσο ποιητικό υπόβαθρο της συγγραφέως. Η συνειδητοποιημένη αδυναμία να πράξει το επιθυμητό. Η αδυναμία που την κρατά δέσμια πίσω από τα όρια. Η ομολογούμενη αδυναμία του εφικτού. Αυτή τραγουδά η Μέρη Λιόντη. Η αδυναμία γίνεται το ισχυρό όπλο της γραφής της.
Είναι η υπεύθυνη για την θλίψη του αφηγηματικού της άξονα. Είναι αυτή που στέλνει το αμυδρό φως στις σκιές του χθες και τους προσδίδει εκείνη τη εξαίσια φρίκη της γυναικείας υπόστασης , μιας φρίκης που σέρνει μαζί της όχι πεθαμένα πράγματα , αλλά τη ζωντάνια μιας ψυχής που δεν πρόκειται να παραδοθεί και να λυγίσει , όσο κι αν πονά για όσα δεν τόλμησε ή τόλμησε και διαψεύστηκε. Η αδυναμία ως πηγή εκκίνησης της γραφής της Μέρης γίνεται δύναμη ισχυρή, όταν τυλίγεται με λέξεις , με φράσεις, με σιωπές. 



Αν μπορούσαμε να χαρτογραφήσουμε τις ιστορίες και τις λυρικές εξάρσεις της Μέρης θα δημιουργούσαμε ένα τοπίο με λίγα ξέφωτα και πολλές σκιάσεις , Πολλά σημεία θα είχαν το αδιαπέραστο μαύρο. Το ανεξερεύνητο. Το άγνωστο. Τι κρύβετε κάτω από τις ηθελημένες παύσεις, από τα αφώτιστα και ανήλιαγα τοπία; Εικάζουμε ότι εκεί υπάρχουν ωκεανοί, θάλασσες, στεριές ανέγγιχτου από την πένα πόνου, αλλά και αφιλόξενα στη συνείδηση τοπία.
Επειδή ακριβώς υπάρχει μεγάλη έκταση αμίλητη, η γραφή της παρουσιάζει μεγάλη θραυσματικότητα. Είναι κομμάτια λέξεων, φράσεις που δεν ολοκληρώνουν, καταλήγουν συχνά σε αποσιωπητικά, Φράσεις πάνω στις φράσεις, λέξεις πάνω στις λέξεις, τελεία και πάλι τελεία. Υπαινικτικότητα σε πολλά σημεία ,μισοφωτισμένο νόημα κάπου αλλού. Ένα παζλ με πολλά μαύρα κομμάτια και λιγότερα ημιφωτισμένα, ένας πίνακας με πινελιές ακαθόριστες με την πρώτη ματιά, μα αν εστιάσεις στην εικόνα ως έμπειρος φωτογράφος  θα αρκούσε ένα αμυδρό φως για να απαθανατίσει τη δύναμη της ακεραιότητας του μη εφικτού. 

( απόσπασμα από την « συνάντηση»)

 Υ.Γ.Ηεπιλογή φωτογραφιών από την Ειρεήνη Μπόμπολη

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

βηματισμοί


βηματισμοί:

Η Μέρη Λιόντη έχει γράψει μία σειρά από μικρές διηγηματικές ιστορίες, κάθε μία για ένα πρόσωπο, για την επιθυμία, τη μνήμη, τον έρωτα, στο όριο ή πέρα από το όριο της «κανονικής» καθημερινότητας, κάθε μία σκιαγραφεί έναν πολύ ιδιαίτερο, επομένως, χαρακτήρα. Οι ιστορίες δέχονται ποιητικές ερμηνευτικές παρεμβολές.

Η πρώτη παρουσίαση θα γίνει στην Πάτρα στις 19 Απριλίου, 8:30 μ.μ., στο Θέατρο «Αγορά», Καραϊσκάκη 149.
H Ειρήνη Μπόμπολη, φιλόλογος - λογοτέχνης, η Αθανασία Δανελάτου, δικηγόρος, και βέβαια η συγγραφέας και ο εκδότης θα σας παρουσιάσουμε το νέο βιβλίο, μία συλλογή μικρών ιστοριών, εναλλασσομένων με ποιητικές «παρεμβολές».
Και, επειδή ο λόγος και η μουσική ανέκαθεν έδεναν υπέροχα, μαζί μας θα είναι και η Μαρίνα Τσορντανίδου με το ακορντεόν της.

Η δεύτερη στην Αθήνα στις 8 Μαΐου, 8:00 μ.μ., στη μουσική σκηνή-bar-restaurant «1002 νύχτες», επίσης Καραϊσκάκη 10, στου Ψυρρή.
Την παριουσίαση της Αθήνας θα αναλάβουν η φιλόλογος - συγγραφέας - επιμελήτρια Διώνη Δημητριάδου, ο συγγραφέας Βασίλης Πολύζος, η Μέρη Λιόντη βέβαια και ο εκδότης.
από το οπισθόφυλλο

«... Τελικά είμαι πιο αδύναμη απ' όσο νόμιζα... Δεν άντεξα... σάρκα γυναίκας και έρωτας μαζί... Αβάσταχτο... Ένα άγριο πουλί με σπάρασσε...»

Δώδεκα μικρές ιστορίες και ισάριθμα ποιητικά προγεφυρώματα.
Ένα οδοιπορικό στο μονοπάτι που ακολουθεί κάθε φορά και ένας άλλος άνθρωπος στον έρωτα, στη μοναξιά, στην επιθυμία, στη μνήμη, στη ζωή.
Κείμενα επικεντρωμένα στο καταστάλαγμα των γεγονότων, των σκέψεων, των συναισθημάτων, όπως αποτυπώνονται μέσα στον νου των ηρώων, που γνωρίζουμε από στιγμιότυπα και μικρές αλληλουχίες. Φωτογραφικές λήψεις στην εσωτερική περιδιάβαση.
βηματίζω από τις λέξεις μου ίσαμε να σας ανταμώσω

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΧΙΟΝΙΟΥ



Ήταν κρύα βραδιά. Ήσυχη. Βραδιά  χιονιού. Όταν άρχισε να πέφτει, οι νοικοκυραίοι είχαν ήδη μαζευτεί στη γωνιά τους κι ανάσαιναν την ασφάλεια της. Κουβέντες αργόσυρτες, σπάνια ορεξάτες, συχνά βαριεστημένες έσπρωχναν την ώρα  να κυλήσει ως να νανουριστεί  το σώμα ν’ αντέξει.
Ο άντρας ήταν από κείνους που δε νοιαζόταν. Χιόνι, ήλιος, βροχή, ό,τι και όπως, αδιάφορος έμενε. Δούλευε αδιάκοπα και σκληρά την κάθε στιγμή κι ας φαινόταν πως μόνο το τομάρι του είχε να φροντίσει. Δεν είχε και δεν ήθελε παρτίδες με κανένα. Ούτε για καλό ούτε για κακό. Η πόρτα του έμενε κλειστή σε κάθε χτύπημα. Εκτός βέβαια από τα τυχαία αναγκαία ανοίγματα να μπουν τα συνηθισμένα διάφορα του κάθε μέρα.
Έτσι κι  εκείνο το βράδυ του χιονιού.  Για ένα λίγο  άνοιξε η πόρτα. Τόσο  όσο να μπει με τα  ξύλα από το υπόστεγο που τα χε στοιβαγμένα. Πόσο να χρειάστηκε ίσαμε να τα αφήσει; Κι όμως έφτασε για να τρυπώσει το ξένο αγόρι. Πού δεν το πήρε και αμέσως είδηση έτσι όπως είχε ζαρώσει στη σκοτεινιά.

Αφήνει τα ξύλα, κλείνει  την πόρτα, βάζει  να φάει, κάθεται  στο τραπέζι. Τα ξύλα στο τζάκι μουρμουρίζουν, έξω πέφτει το χιόνι.
Τσιμπά  την πρώτη πιρουνιά και σταματά. Οσμίζεται τον αέρα ίδιο λαγωνικό που χει βγει κυνήγι
Ποιος είναι γαυγίζει. Μιλιά. Πίσω απ’ τον καναπέ ένα απειλητικό πράμα. Ποιος είναι και σηκώνεται ορθός. Η σκιά στον τοίχο δείχνει γίγαντα.. Το  πράμα αργά αργά προβαίνει.  Είναι ισχνό και λίγο. Στέκεται και κοιτά. Μια τη φωτιά μια το φαΐ.
Να φύγεις θέλει να του πει ο άντρας μα κάτι τον κρατά. Είναι που απόψε δεν έχει φως; Είναι πού έξω το στρώνει; Πώς διάολο μπήκες λέει και ίσα που ακούγεται.
Κρυώνω λέει το αγόρι.
Ο άντρας σωπαίνει.
Να ζεσταθώ. Μόνο. Και πλησιάζει τη φωτιά. Κάθεται δίχως να περιμένει απάντηση, γέρνει  το κεφάλι στον τοίχο κι εκεί κλείνει τα μάτια του στη ζεστασιά
Ο άντρας νιώθει ανίσχυρος ξαφνικά. Ποτάμι που ξεχείλισε κι έσπασε το φράγμα, έτσι παραβιάστηκε η ερημία του απ’ αυτό το αγόρι που ποιος ξέρει πως ξέπεσε

Βγήκε έξω. Ήθελε να σκεφτεί. Μόνος. Έβγαλε τσιγάρο, το κράτησε. Τα πόδια του βούλιαξαν στο μαλακό άσπρο. Ρούφηξε μια δυο καλές ανάσες αέρα –το τσιγάρο σβηστό στα δάχτυλα- κοίταξε το γρήγορο χορό των νιφάδων-θα αποκλειστούμε μονολόγησε κι ένοιωσε ελαφρύς, δίχως να το θέλει

Πεινάς; είπε μπαίνοντας μα το αγόρι κοιμόταν.
Άντε καλά κοιμήσου…. το πρωί φτιάχνω τηγανίτες να φάμε